- δάον
- δάωlearnaor ind act 3rd pl (homeric ionic)δάωlearnaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δᾶον — Δᾶος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
давеча — нареч., диал. даве недавно , укр. давi, др. русск., ст. слав. давѣ когда нибудь, недавно (Супр.), словен. davė сегодня утром , н. луж. dejeto, стар. dajto прежде (из *davě to). Родственно греч. δήν, эл. δά̄ν (из *δά̄ν), δηθά, δηρόν, дор. δΒ̄ρόν … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
δάος — (I) δάος, ον (Μ) 1. (για άλογα) γρήγορος («ἦταν δάος ὁ μαῡρος του», Διγενής) 2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) άλογο («πάλιν ἐκαβαλίκευσεν καὶ παίζει τον τὸν δάον») 3. φρ. «ἄλογα τοῡ δάου» γρήγορα άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον Ησύχιο παραδίδεται δάος… … Dictionary of Greek
χιόνι — Χαρακτηριστικό στερεό ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα, που αποτελείται από συσσωρεύσεις παγοκρυστάλλων, οι οποίοι, με παρουσία πυρήνων συμπύκνωσης, σχηματίζονται στο εσωτερικό ενός νέφους εξαιτίας της παγοποίησης των υδροσταγονιδίων που το αποτελούν ή … Dictionary of Greek
deu-3, deu̯ǝ-, du̯ā-, dū- — deu 3, deu̯ǝ , du̯ā , dū English meaning: to move forward, pass Deutsche Übersetzung: 1. ‘sich räumlich vorwärts bewegen, vordringen, sich entfernen”, out of it Lateer 2. “zeitliche Erstreckung” Material: O.Ind. dū rá ḥ “remote,… … Proto-Indo-European etymological dictionary